επιστολογράφος

επιστολογράφος
ο , η
1) пишущ|ий, -ая письмо; 2) автор письма, корреспондент, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επιστολογράφος" в других словарях:

  • επιστολογράφος — ο, η (AM ἐπιστολογράφος) ο γραμματέας που γράφει επιστολές νεοελλ. 1. ο συντάκτης επιστολής 2. ο ικανός να γράφει επιστολές. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + γράφος (< γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • επιστολογράφος — ο 1. αυτός που γράφει ή έγραψε επιστολή ή επιστολές. 2. αυτός που έχει ως έργο του το γράψιμο επιστολών, αλληλογράφος, γραμματέας. 3. ο επιδέξιος στο να αλληλογραφεί, ο ικανός στο να γράφει καλές επιστολές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • διαφθορά — η (ΑΝ) 1. (με ηθική έννοια) ηθική εξαχρείωση, κατάπτωση, έκλυση ηθών 2. δωροδοκία, δεκασμός νεοελλ. (για γυναίκα) αποπλάνηση, ατίμαση αρχ. 1. καταστροφή, αφανισμός, θάνατος («τοὺς δέ τινας χειρωσάμενος... ἀπέστειλε ἐπὶ διαφθορῇ», Ηρόδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • επιστολογραφία — η 1. η αλληλογραφία, η επικοινωνία με επιστολές 2. η τέχνη τής συγγραφής επιστολών 3. βιβλίο που περιέχει υποδείγματα επιστολών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολογράφος + επίθημα ια. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • επιστολογραφικός — ή, ό (ΑΜ ἐπιστολογραφικός, ή, όν) [επιστολογράφος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστολογραφία ή στον επιστολογράφο 2. το θηλ. ως ουσ. η επιστολογραφική η τέχνη τού να γράφει κανείς επιστολές ή επιστολογραφία …   Dictionary of Greek

  • επιστολογραφώ — έω γράφω επιστολές, αλληλογραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • Αρισταίνετος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχιτέκτονας (2ος αι. μ.Χ.). Σε ένα επίγραμμα που αντέγραψε ο Κυριακός ο Αγκωνίτης εξυμνείται ως κατασκευαστής του περίφημου ναού του αυτοκράτορα Αδριανού στην Κύζικο της Μικράς Ασίας. 2. Επιστολογράφος (5ος αι. μ.Χ.) …   Dictionary of Greek

  • Γκρασέ, Τομά — (Thomas Grasset, 19ος αι.).Γάλλος φιλέλληνας λόγιος. Επισκέφτηκε την Αθήνα λίγο μετά την ανακήρυξή της σε πρωτεύουσα της Ελλάδας. Διασώθηκαν τρεις επιστολές του, στις oποίες περιέχονται πολύτιμες πληροφορίες για την τότε κατάσταση της Αθήνας. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Ντρέιφους, Αλφρέ — (Alfred Dreyfus, Μιλούζ 1859 – Παρίσι 1935). Αξιωματικός του γαλλικού στρατού, που κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία το 1894 και αθωώθηκε, έπειτα από μακρές περιπέτειες, το 1906 (ορθή προφορά: Ντρεφίς). Περισσότερο από την προσωπική περίπτωση, η… …   Dictionary of Greek

  • ԹՂԹԱԳԻՐ — (գրի, րաց.) NBH 1 0814 Chronological Sequence: Unknown date, 12c, 13c ա. ԹՂԹԱԳԻՐ ԹՂԹԱԳՐՈՂ. ἑπιστολογράφος, χαρταγράφος scriba, sriptor litterarum, vel epistolae Գրիչ. քարտուղար. հրովարտակաց դպիր. *Թղթագիրք արքային. Մխ. դտ.: *Անիծեալ թղթադիր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»